Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to gratify
01
ικανοποιώ, ευχαριστώ
to give a person happiness, fulfillment, or satisfaction
Transitive: to gratify sb
Παραδείγματα
The surprise party was planned to gratify her on her birthday and make her feel special.
Το πάρτι έκπληξη σχεδιάστηκε για να ικανοποιήσει την στις γενέθλιές της και να την κάνει να νιώσει ξεχωριστή.
The positive feedback from the audience gratified the performer, knowing their efforts were appreciated.
Η θετική ανταπόκριση του κοινού ικανοποίησε τον ερμηνευτή, γνωρίζοντας ότι οι προσπάθειές τους εκτιμήθηκαν.
02
ικανοποιώ, επαληθεύω
to fulfill or satisfy a desire, craving, or need
Transitive: to gratify a wish or desire
Παραδείγματα
The rich dessert gratified her craving for something sweet.
Το πλούσιο επιδόρπιο ικανοποίησε την επιθυμία της για κάτι γλυκό.
He gratified his curiosity by reading every book on the subject.
Ικανοποίησε την περιέργειά του διαβάζοντας κάθε βιβλίο για το θέμα.
Λεξικό Δέντρο
gratified
gratifying
gratify



























