Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Grater
01
τρίφτης, τρίφτη
a kitchen tool having a surface with sharped holes used for cutting food into very small pieces
Λεξικό Δέντρο
grater
grate
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
τρίφτης, τρίφτη
Λεξικό Δέντρο