Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Antiacid
01
αντιόξινο, ουδετεροποιητής οξέος
an agent that counteracts or neutralizes acidity (especially in the stomach)
Λεξικό Δέντρο
antiacid
acid
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αντιόξινο, ουδετεροποιητής οξέος
Λεξικό Δέντρο