Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
good-tempered
01
καλοδιάθετος, πράος
friendly and not angered, irritated, or upset easily
Παραδείγματα
He ’s always good-tempered, even when things do n’t go as planned.
Είναι πάντα καλόκαρδος, ακόμα και όταν τα πράγματα δεν πηγαίνουν όπως τα σχεδιάσαμε.
The good-tempered waiter handled the demanding customers with patience and a smile.
Ο σερβιτόρος καλόκαρδος χειρίστηκε τους απαιτητικούς πελάτες με υπομονή και ένα χαμόγελο.



























