Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
good-natured
01
καλόκαρδος, ευγενικός
displaying kindness and patience when interacting with others
Παραδείγματα
Despite the stressful situation, he remained good-natured and patient with everyone involved.
Παρά την αγχωτική κατάσταση, παρέμεινε καλόκαρδος και υπομονετικός με όλους τους εμπλεκόμενους.
Her good-natured personality made her a favorite among her coworkers.
Η καλοσυνάτη προσωπικότητά της την έκανε αγαπητή στους συναδέλφους της.



























