Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gone
01
νεκρός, αποθανών
dead
02
εντελώς μαστουρωμένος, τελείως χαμένος
completely intoxicated, often to the point of losing control or awareness
Παραδείγματα
By midnight he was totally gone.
Μέχρι τα μεσάνυχτα ήταν εντελώς απών.
She got so gone at the party she could barely walk.
Ήταν τόσο ξεπεσμένη στο πάρτι που μόλις και μετά βίας μπορούσε να περπατήσει.
03
κατεστραμμένος, σκοτωμένος
destroyed or killed
Παραδείγματα
The gone days of summer left us reminiscing.
Οι περασμένες μέρες του καλοκαιριού μας άφησαν να αναπολούμε.
She felt nostalgic for the gone years of her childhood.
Αισθάνθηκε νοσταλγία για τα περασμένα χρόνια της παιδικής της ηλικίας.
05
εξαντλημένος, κουρασμένος
drained of energy or effectiveness; extremely tired; completely exhausted
06
εξαντλημένος, εξαφανισμένος
used up or no longer available



























