Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gobbler
01
γαλοπούλα, αρσενική γαλοπούλα
a male turkey, especially an adult
02
αδηφάγος, βιαστικός τρώκτης
a hasty eater who swallows large mouthfuls
Λεξικό Δέντρο
gobbler
gobble
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
γαλοπούλα, αρσενική γαλοπούλα
αδηφάγος, βιαστικός τρώκτης
Λεξικό Δέντρο