Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Goatee
01
γενειάδα, μικρή και μυτερή γενειάδα
a small and pointed beard around a man's chin
Παραδείγματα
He decided to grow a goatee for a more stylish look.
Αποφάσισε να αφήσει μια γενειάδα για ένα πιο στυλάτο look.
The actor 's goatee became his signature style in the film.
Η γενειάδα του ηθοποιού έγινε το χαρακτηριστικό του στυλ στην ταινία.



























