Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Anthracite
01
ανθρακίτης, ανθρακίτης λιθάνθρακας
a type of coal characterized by its high carbon content, glossy appearance, and clean-burning properties
Παραδείγματα
The coal-fired power plant preferred anthracite due to its high energy content and low emissions.
Το εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας με άνθρακα προτιμούσε τον ανθρακίτη λόγω της υψηλής ενεργειακής του περιεκτικότητας και των χαμηλών εκπομπών.
Miners extracted anthracite from deep underground mines in the Appalachian region.
Οι ανθρακωρύχοι εξήγαγαν ανθρακίτη από βαθιά υπόγεια ορυχεία στην περιοχή των Απαλαχίων.
Λεξικό Δέντρο
anthracitic
anthracite



























