Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
anthropogenic
01
ανθρωπογενής, προκαλούμενος από τον άνθρωπο
refering to processes, effects, or phenomena that are caused by human activity or influence
Παραδείγματα
Climate change is largely driven by anthropogenic factors such as greenhouse gas emissions.
Η κλιματική αλλαγή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε ανθρωπογενείς παράγοντες όπως οι εκπομπές αερίων θερμοκηπίου.
Deforestation and habitat destruction are anthropogenic activities that threaten biodiversity.
Η αποψίλωση και η καταστροφή των βιοτόπων είναι ανθρωπογενείς δραστηριότητες που απειλούν τη βιοποικιλότητα.
Λεξικό Δέντρο
anthropogenic
anthropogen



























