Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Go-kart
01
καρτ, γκο-καρτ
a small, usually open-wheel vehicle with a low center of gravity, designed for recreational or competitive racing on kart tracks
Παραδείγματα
We spent the afternoon racing go-karts at the local track.
Περάσαμε το απόγευμα κάνoντας αγώνες με καρτ στην τοπική πίστα.
He bought a go-kart to teach his kids basic driving skills.
Αγόρασε ένα go-kart για να διδάξει στα παιδιά του βασικές ικανότητες οδήγησης.



























