Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
go-to
01
προτιμώμενος, αξιόπιστος
always relied on or preferred for a particular need or situation
Παραδείγματα
The café is my go-to spot for coffee and pastries.
Το καφέ είναι το αγαπημένο μου μέρος για καφέ και γλυκά.
She 's my go-to for advice on personal matters.
Είναι η πρώτη μου επιλογή για συμβουλές σε προσωπικά θέματα.



























