Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
gifted
01
ταλαντούχος, προικισμένος
having a natural talent, intelligence, or ability in a particular area or skill
Παραδείγματα
She is a gifted pianist, captivating audiences with her virtuoso performances.
Είναι μια ταλαντούχα πιανίστρια, που γοητεύει το κοινό με τις βιρτουόζικες ερμηνείες της.
His gifted intellect allows him to grasp complex mathematical concepts with ease.
Η προικισμένη νοημοσύνη του του επιτρέπει να κατανοεί με ευκολία πολύπλοκες μαθηματικές έννοιες.
Λεξικό Δέντρο
giftedness
gifted
gift



























