Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Gelt
01
χρήματα, λεφτά
the Yiddish term for money, used in informal contexts
Παραδείγματα
The amount of gelt he received from his relatives was enough to cover his weekend expenses.
Το ποσό του gelt που έλαβε από τους συγγενείς του ήταν αρκετό για να καλύψει τα έξοδα του σαββατοκύριακου.
They exchanged some gelt for souvenirs while traveling abroad.
Ανταλλάξανε λίγο gelt για αναμνηστικά ενώ ταξίδευαν στο εξωτερικό.



























