fusible
fu
ˈfju
φγου
si
ζα
ble
bəl
μπαλ
British pronunciation
/fjˈuːzəbəl/

Ορισμός και σημασία του "fusible"στα αγγλικά

01

εύτηκτος

able to be melted or combined when subjected to heat
example
Παραδείγματα
The scientist searched for a fusible material that could serve as a bonding agent in the experiment.
Ο επιστήμονας αναζήτησε ένα συγκολλητικό υλικό που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως συνδετικό μέσο στο πείραμα.
Many metals, like gold and silver, are fusible, making them valuable for jewelry-making.
Πολλά μέταλλα, όπως ο χρυσός και ο άργυρος, είναι εύτηκτα, κάτι που τα καθιστά πολύτιμα για την κατασκευή κοσμημάτων.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store