Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
furtively
01
κρυφά, λαθραία
in a secretive, sly, or sneaky manner
Παραδείγματα
He furtively glanced around before slipping the document into his bag.
Κοίταξε κρυφά γύρω του πριν γλιστρήσει το έγγραφο στην τσάντα του.
The cat moved furtively through the shadows, hunting its prey.
Η γάτα κινήθηκε κρυφά μέσα από τις σκιές, κυνηγώντας το θήραμά της.
Λεξικό Δέντρο
furtively
furtive



























