Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
furtive
01
κρυφός, λαθραίος
behaving in a way to avoid being seen or noticed, especially when feeling guilty
Παραδείγματα
She cast a furtive glance over her shoulder to see if anyone was following.
Έριξε μια κρυφή ματιά πάνω από τον ώμο της για να δει αν κάποιος την ακολουθούσε.
His furtive movements made the guard suspicious.
Οι λαθραίες κινήσεις του έκαναν τον φύλακα ύποπτο.
02
λαθραίος, ύπουλος
secretive in a sly or morally questionable way
Παραδείγματα
He made a furtive deal with the gang leader.
Έκανε μια κρυφή συμφωνία με τον αρχηγό της συμμορίας.
Her furtive plan involved cheating the company.
Το λαθραίο σχέδιό της περιελάμβανε εξαπάτηση της εταιρείας.
Λεξικό Δέντρο
furtively
furtiveness
furtive



























