Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Funding
01
χρηματοδότηση, κονδύλια
the act of providing money or capital to support a project, organization, or activity
Παραδείγματα
The university depends on funding to maintain its facilities.
Το πανεπιστήμιο βασίζεται στη χρηματοδότηση για να διατηρήσει τις εγκαταστάσεις του.
Funding for the small business dried up during the economic downturn.
Η χρηματοδότηση για τη μικρή επιχείρηση στερέψε κατά τη διάρκεια της οικονομικής ύφεσης.
02
χρηματοδότηση
the financial resources that are provided to make a particular project or initiative possible
Παραδείγματα
The school secured funding to build a new library.
Το σχολείο εξασφάλισε χρηματοδότηση για την κατασκευή μιας νέας βιβλιοθήκης.
The funding allowed the research team to purchase advanced equipment.
Η χρηματοδότηση επέτρεψε στην ερευνητική ομάδα να αγοράσει προηγμένο εξοπλισμό.
Λεξικό Δέντρο
funding
fund



























