Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
frivolously
Παραδείγματα
He frivolously interrupted the meeting with a joke.
Διάκοψε επιπόλαια τη συνάντηση με ένα αστείο.
The students laughed frivolously during the serious lecture.
Οι μαθητές γέλασαν επιπόλαια κατά τη διάρκεια της σοβαρής διάλεξης.
02
επιπολαία, χωρίς σοβαρή πρόθεση
without serious intent or practical purpose
Παραδείγματα
She never spends money frivolously, always budgeting carefully.
Δεν ξοδεύει ποτέ χρήματα επιπόλαια, πάντα προγραμματίζει προσεκτικά τον προϋπολογισμό.
He was accused of frivolously using company resources.
Κατηγορήθηκε ότι χρησιμοποίησε επιπόλαια τους πόρους της εταιρείας.



























