Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
angelic
01
αγγελικός, ουράνιος
having the characteristics of a saint or angel, such as kindness or innocence
Παραδείγματα
Her smile had an angelic quality that brought comfort to those around her.
Το χαμόγελό της είχε μια αγγελική ποιότητα που έφερνε άνεση σε όσους την περιέβαλλαν.
The child 's laughter was angelic, filling the room with joy.
Το γέλιο του παιδιού ήταν αγγελικό, γεμίζοντας το δωμάτιο με χαρά.
02
αγγελικός, θεϊκός
divine and associated with angels
03
αγγελικός, ουράνιος
exceptionally elegant and innocent
Παραδείγματα
Her angelic smile had a way of brightening up everyone's day.
Το αγγελικό της χαμόγελο είχε έναν τρόπο να φωτίζει την ημέρα όλων.
The puppy 's angelic behavior won over even the most skeptical of pet owners.
Η αγγελική συμπεριφορά του κουταβιού κέρδισε ακόμη και τους πιο σκεπτικιστές ιδιοκτήτες κατοικίδιων.
Λεξικό Δέντρο
angelic
angel



























