LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Freckled
/fɹˈɛkəld/
/ˈfɹɛkəɫd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "freckled"
freckled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
φακιδωμένος
(of the skin) covered in pale brown spots
lentiginose
lentiginous
02
φακιδωμένος
any of several breeds reared for cockfighting
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App