Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
abortive
01
αποτυχημένος, άκαρπος
failing to produce or accomplish the desired outcome
Παραδείγματα
The company 's abortive attempt to launch a new product resulted in financial loss.
Η αποτυχημένη προσπάθεια της εταιρείας να κυκλοφορήσει ένα νέο προϊόν είχε ως αποτέλεσμα οικονομική απώλεια.
The artist 's ambitious project turned out to be an abortive endeavor, lacking the desired impact.
Το φιλόδοξο έργο του καλλιτέχνη αποδείχθηκε μια αποτυχημένη προσπάθεια, χωρίς την επιθυμητή επίδραση.
Λεξικό Δέντρο
abortively
abortive
abort



























