Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Frailty
01
αδυναμία, ευθραυστότητα
the state of being morally weak and susceptible to temptation
02
ευθραυστότητα, αδυναμία
the state of being physically weak, usually because of old age
Παραδείγματα
His frailty made it difficult for him to climb the stairs.
Η αδυναμία του έκανε δύσκολο για αυτόν να ανέβει τις σκάλες.
The doctor discussed ways to address the patient ’s increasing frailty.
Ο γιατρός συζήτησε τρόπους αντιμετώπισης της αυξανόμενης αδυναμίας του ασθενούς.



























