Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Foster parent
01
ανάδοχος γονέας, οικογένεια φιλοξενίας
a person who takes someone else's child and raises them without legally becoming their parent
Παραδείγματα
She became a foster parent to provide a loving home for children in need.
Έγινε ανάδοχος γονέας για να παρέχει ένα στοργικό σπίτι για παιδιά σε ανάγκη.
The foster parent attended special training sessions to better care for the child.
Ο ανάδοχος γονέας παρακολούθησε ειδικές συνεδρίες εκπαίδευσης για να φροντίσει καλύτερα το παιδί.



























