Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
foiled
01
αποτυχημένος, εμποδισμένος
prevented from succeeding or achieving a desired outcome
Παραδείγματα
The foiled bank robbery ended with the apprehension of the suspects before they could escape with the stolen money.
Η αποτυχημένη ληστεία τράπεζας κατέληξε στη σύλληψη των ύποπτων πριν προλάβουν να ξεφύγουν με τα κλεμμένα χρήματα.
A foiled assassination plot was uncovered, leading to the arrest of those involved in the conspiracy.
Αποκαλύφθηκε μια αποτυχημένη συνωμοσία δολοφονίας, που οδήγησε στη σύλληψη των εμπλεκομένων στη συνωμοσία.



























