Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
floury
01
αλευρώδης, σπονδυλωτός
resembling or containing flour, often being dry, powdery, or soft
Παραδείγματα
The cookies were floury, leaving a powdery residue on the fingertips.
Τα μπισκότα ήταν αλευρώδη, αφήνοντας μια σκονισμένη υπολειμμα στα ακροδάχτυλα.
The muffins were moist and floury, filled with bursts of blueberries.
Τα muffin ήταν υγρά και αλευρώδη, γεμάτα με ξεσπάσματα βατόμουρων.
Λεξικό Δέντρο
floury
flour



























