Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flippant
01
επιπόλαιος, ασεβής
lacking seriousness and respect on a serious matter in an attempt to appear humorous or clever
Παραδείγματα
His flippant remarks about the serious issue angered everyone.
Οι επιπόλαιες παρατηρήσεις του για το σοβαρό θέμα θύμωσαν όλους.
The lawyer ’s flippant attitude in court did not sit well with the judge.
Η επιπόλαιη συμπεριφορά του δικηγόρου στο δικαστήριο δεν άρεσε στον δικαστή.
Λεξικό Δέντρο
flippantly
flippant
flip



























