Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flightless
01
ανίκανος να πετάξει, μη ιπτάμενος
(of a bird or animal) Unable to fly
Παραδείγματα
Penguins are flightless birds, but they swim expertly in the ocean.
Οι πιγκουίνοι είναι πουλιά ανίκανα να πετάξουν, αλλά κολυμπούν επιδέξια στον ωκεανό.
The flightless ostrich is the world's largest living bird.
Η απτήν στρουθοκάμηλος είναι το μεγαλύτερο ζωντανό πτηνό στον κόσμο.
Λεξικό Δέντρο
flightless
flight



























