Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flawless
01
άψογος, τέλειος
perfect, without any mistakes, faults, or imperfections
Παραδείγματα
Her flawless performance received a standing ovation from the audience.
Η άψογη ερμηνεία της έλαβε ορθή επευφημία από το κοινό.
The wedding went off without a hitch and was described as flawless.
Ο γάμος πέρασε χωρίς κανένα πρόβλημα και περιγράφηκε ως άψογος.
Λεξικό Δέντρο
flawlessly
flawlessness
flawless
flaw



























