Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flavorful
01
γευστικός, αρωματικός
having a delicious and distinct taste or aroma, often containing a pleasing combination of various ingredients
Παραδείγματα
The flavorful spices in the curry danced on her taste buds with each bite.
Τα γευστικά μπαχαρικά στο κάρυ χόρευαν στις γευστικές της παπilles με κάθε δαγκωμα.
She savored the flavorful aroma of freshly baked bread wafting from the oven.
Απολάμβανε τη γευστική μυρωδιά του φρεσκοψημένου ψωμιού που έβγαινε από τον φούρνο.
Λεξικό Δέντρο
flavorful
flavor



























