Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
flattering
01
κολακευτικός, ωφέλιμος
improving or emphasizing someone's good features, making them appear more attractive
Λεξικό Δέντρο
unflattering
flattering
flatter
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κολακευτικός, ωφέλιμος
Λεξικό Δέντρο