Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fiasco
01
φιάσκο, αποτυχία
a total failure that is often embarrassing
02
φιάσκο, κατάρρευση
a quick and unexpected downfall
Παραδείγματα
The diplomatic summit turned into a fiasco when key agreements fell apart.
Το διπλωματικό συνέδριο μετατράπηκε σε φιάσκο όταν οι βασικές συμφωνίες κατέρρευσαν.
The new policy was a fiasco, resulting in widespread discontent among employees.
Η νέα πολιτική ήταν ένα φιάσκο, με αποτέλεσμα να προκαλέσει ευρεία δυσαρέσκεια μεταξύ των εργαζομένων.



























