fiance
fian
ˌfiɑn
φιαν
ce
ˈseɪ
σει
British pronunciation
/fɪˈɒnseɪ/
fiancé

Ορισμός και σημασία του "fiance"στα αγγλικά

01

αρραβωνιαστικός, μέλλον σύζυγος

a man who is engaged to someone
fiance definition and meaning
example
Παραδείγματα
The fiancé helped plan the wedding details and was actively involved in choosing the venue and decorations.
Ο αρραβωνιαστικός βοήθησε στον σχεδιασμό των λεπτομερειών του γάμου και συμμετείχε ενεργά στην επιλογή του χώρου και των διακοσμήσεων.
The bride ’s fiancé attended pre-wedding counseling sessions with her to prepare for their life together.
Ο αρραβωνιαστικός της νύφης παρακολούθησε συνεδρίες προγαμιαίας συμβουλευτικής μαζί της για να προετοιμαστούν για την κοινή τους ζωή.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store