Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fiance
01
αρραβωνιαστικός, μέλλον σύζυγος
a man who is engaged to someone
Παραδείγματα
The fiancé helped plan the wedding details and was actively involved in choosing the venue and decorations.
Ο αρραβωνιαστικός βοήθησε στον σχεδιασμό των λεπτομερειών του γάμου και συμμετείχε ενεργά στην επιλογή του χώρου και των διακοσμήσεων.
The bride ’s fiancé attended pre-wedding counseling sessions with her to prepare for their life together.
Ο αρραβωνιαστικός της νύφης παρακολούθησε συνεδρίες προγαμιαίας συμβουλευτικής μαζί της για να προετοιμαστούν για την κοινή τους ζωή.



























