Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
febrile
01
πυρετώδης
having the symptoms of a fever, such as high temperature, sweating, shivering, etc.
Παραδείγματα
His febrile condition left him shivering under multiple blankets.
Η πυρετώδης κατάστασή του τον άφησε να τρέμει κάτω από πολλές κουβέρτες.
The patient ’s febrile symptoms required immediate medical attention.
Τα πυρετώδη συμπτώματα του ασθενούς απαιτούσαν άμεση ιατρική προσοχή.



























