Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Febricity
01
πυρετός, αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος
a rise in the temperature of the body; frequently a symptom of infection
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πυρετός, αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος