Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Fallibility
01
απατηλότητα, ατέλεια
the quality of being capable of making mistakes or being wrong
Παραδείγματα
His fallibility was evident when he admitted to making a mistake.
Η αναξιόπιστη του ήταν εμφανής όταν παραδέχτηκε ότι έκανε λάθος.
We must recognize the fallibility of our leaders and hold them accountable.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε την αναξιοπιστία των ηγετών μας και να τους κάνουμε υπόλογους.
Λεξικό Δέντρο
infallibility
fallibility
fallible



























