Faced
volume
British pronunciation/fˈe‍ɪsd/
American pronunciation/ˈfeɪst/

Ορισμός και Σημασία του "faced"

01

having a face or facing especially of a specified kind or number; often used in combination

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store