Eyed
volume
British pronunciation/ˈa‍ɪd/
American pronunciation/ˈaɪd/

Ορισμός και Σημασία του "eyed"

01

having an eye or eyes or eyelike feature especially as specified; often used in combination

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store