Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
extemporaneous
01
αυτοσχέδιος, απροετοίμαστος
spoken or performed without prior preparation
Παραδείγματα
She gave an extemporaneous speech that impressed the audience.
Έκανε έναν αυτοσχέδιο λόγο που εντυπωσίασε το κοινό.
His extemporaneous remarks were surprisingly eloquent.
Τα αυτοσχέδια σχόλιά του ήταν εκπληκτικά εύγλωττα.
Λεξικό Δέντρο
extemporaneously
extemporaneous
extemporary
extemporar



























