Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to expostulate
01
επιπλήττω, διαμαρτύρομαι έντονα
to strongly argue, disapprove, or disagree with someone or something
Παραδείγματα
Yesterday, I expostulated with my colleague about their unprofessional behavior.
Χθες, διαφώνησα με τον συνάδελφό μου για την αντιεπαγγελματική του συμπεριφορά.
He is currently expostulating with the customer service representative over the poor quality of the product.
Αυτή τη στιγμή συζητά έντονα με τον εκπρόσωπο της εξυπηρέτησης πελατών για την κακή ποιότητα του προϊόντος.
Λεξικό Δέντρο
expostulation
expostulate



























