Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Explorer
01
εξερευνητής, περιηγητής
a person who visits unknown places to find out more about them
Παραδείγματα
Early explorers played a key role in discovering new continents.
Οι εξερευνητές έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανακάλυψη νέων ηπείρων.
The explorer documented his journey through the desert in a journal.
Ο εξερευνητής κατέγραψε το ταξίδι του μέσα από την έρημο σε ένα ημερολόγιο.
Λεξικό Δέντρο
explorer
explore



























