Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
explicitly
01
ρητά, σαφώς
in a manner that is direct and clear
Παραδείγματα
The instructions were explicitly outlined in the manual.
Οι οδηγίες ήταν σαφώς περιγραμμένες στο εγχειρίδιο.
She explicitly stated her expectations for the project.
Ρητά δήλωσε τις προσδοκίες της για το έργο.
Λεξικό Δέντρο
explicitly
explicit



























