Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Exiguity
01
ελλειψη, απορία
the quality of lacking in amount
Παραδείγματα
The exiguity of resources made it difficult to complete the project on time.
Η απορία των πόρων έκανε δύσκολη την ολοκλήρωση του έργου εγκαίρως.
Due to the exiguity of funds, the company had to delay the expansion.
Λόγω της αποσιώπησης των κεφαλαίων, η εταιρεία αναγκάστηκε να καθυστερήσει την επέκταση.



























