Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
existent
01
υπάρχων, πραγματικός
being or occurring in fact or actuality; having verified existence; not illusory
02
υπάρχων, πραγματικός
having existence or being or actuality
Παραδείγματα
Having identified the existent issues, we started making improvements.
Έχοντας εντοπίσει τα υπάρχοντα προβλήματα, αρχίσαμε να κάνουμε βελτιώσεις.
The existent infrastructure ca n't support the increased traffic.
Η υπάρχουσα υποδομή δεν μπορεί να υποστηρίξει την αυξημένη κίνηση.
Λεξικό Δέντρο
coexistent
nonexistent
preexistent
existent
exist



























