Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Exhilaration
01
ενθουσιασμός, ευφορία
a feeling of excitement, enthusiasm, and invigoration
Παραδείγματα
The roller coaster ride provided an exhilaration that left the riders with a rush of adrenaline and laughter.
Η βόλτα με το τρενάκι προσέφερε μια ευφορία που άφησε τους αναβάτες με ένα κύμα αδρεναλίνης και γέλιο.
After completing a challenging hike, the breathtaking view from the summit filled the climbers with exhilaration.
Μετά την ολοκλήρωση μιας απαιτητικής πεζοπορίας, η εντυπωσιακή θέα από την κορυφή γέμισε τους ορειβάτες με ενθουσιασμό.
Λεξικό Δέντρο
exhilaration
exhilarate



























