Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
especially
01
ειδικά, ιδιαίτερα
used for showing that what you are saying is more closely related to a specific thing or person than others
Παραδείγματα
She loves outdoor activities, especially hiking in the mountains.
Αγαπά τις υπαίθριες δραστηριότητες, ειδικά τις πεζοπορίες στα βουνά.
The team performed well, especially in the crucial final moments of the game.
Η ομάδα πέτυχε καλά, ειδικά στις κρίσιμες τελικές στιγμές του παιχνιδιού.
02
ιδιαίτερα, ειδικά
to an extent or degree that is greater than usual
Παραδείγματα
The weather was especially hot this summer, making it hard to stay outside for long.
Ο καιρός ήταν ιδιαίτερα ζεστός αυτό το καλοκαίρι, κάνοντας δύσκολο να μείνεις έξω για πολύ.
The restaurant ’s dessert menu was especially tempting with its array of exotic options.
Το μενού επιδορπίων του εστιατορίου ήταν ιδιαίτερα δελεαστικό με τη σειρά των εξωτικών επιλογών του.
Λεξικό Δέντρο
especially
especial



























