Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
erectly
01
όρθια, άκαμπτα κάθετα
in a manner that is straight, upright, or rigidly vertical
Παραδείγματα
The soldier stood erectly at attention, his spine perfectly aligned.
Ο στρατιώτης στεκόταν όρθιος σε στάση προσοχής, η σπονδυλική του στήλη ήταν τέλεια ευθυγραμμισμένη.
The old oak grew erectly, untouched by storms that twisted younger trees.
Η παλιά δρυς μεγάλωσε όρθια, ανέπαφη από τις καταιγίδες που στρίβωσαν νεότερα δέντρα.
Λεξικό Δέντρο
erectly
erect



























