Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Erection
01
ανέγερση, κατασκευή
the act of building a structure or placing it upright
02
κατασκευή, κτίριο
a structure that has been erected
03
στύση, στυμένο πέος
an erect penis
Λεξικό Δέντρο
erection
erect
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ανέγερση, κατασκευή
κατασκευή, κτίριο
στύση, στυμένο πέος
Λεξικό Δέντρο