ambulate
amb
ˈæmb
αιμμπ
u
γα
late
ˌleɪt
λειτ
British pronunciation
/ˈambjʊlˌeɪt/

Ορισμός και σημασία του "ambulate"στα αγγλικά

to ambulate
01

περπατώ, κινώ

to walk or move from one place to another
example
Παραδείγματα
The hiker ambulated along the trail, taking in the beautiful scenery and enjoying the fresh air.
Ο πεζοπόρος περπατούσε κατά μήκος του μονοπατιού, απολαμβάνοντας τα όμορφα τοπία και τον καθαρό αέρα.
Due to a leg injury, the athlete was unable to ambulate properly and had to withdraw from the race.
Λόγω τραυματισμού στο πόδι, ο αθλητής δεν μπορούσε να περπατήσει σωστά και αναγκάστηκε να αποχωρήσει από τον αγώνα.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store