Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Ambulance
01
ασθενοφόρο, όχημα έκτακτης ανάγκης
a vehicle specially equipped to take sick or injured people to a hospital
Παραδείγματα
The ambulance raced through the busy city streets, moving through traffic to reach the hospital as quickly as possible.
Το ασθενοφόρο έτρεξε μέσα από τα πολυσύχναστα δρόμους της πόλης, κινούμενο μέσα από την κυκλοφορία για να φτάσει στο νοσοκομείο όσο πιο γρήγορα γίνεται.
The ambulance pulled up in front of the hospital, and the paramedics quickly unloaded the patient.
Το ασθενοφόρο σταμάτησε μπροστά από το νοσοκομείο, και οι παραϊατροί γρήγορα ξεβίδασαν τον ασθενή.
Λεξικό Δέντρο
ambulance
ambul



























